Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
несов. перех. и неперех.
1) а) Ударять с шумом, бить плашмя чем-л. мягким, гибким или по чему-л. мягкому, жидкому.
б) перех. Бить, хлопать кого-л. рукой, ладонью (обычно не сильно).
в) перен. разг.-сниж. перех. Убивать из огнестрельного оружия.
2) разг. неперех. Производить глухой, неотчетливый звук (обычно при ударе, падении и т.п.).
3) а) Спадая, задевать что-л. (о просторной, разношенной и т.п. обуви.).
б) Ходить, шаркая ногами, обувью.
4) Создавать шум, издавать глухие звуки, двигаясь по воде, грязи и т.п.
5) разг.-сниж. неперех. Идти, ходить.
шлепать
ШЛЁПАТЬ, шлёпаю, шлёпаешь, ·несовер.
1.кого-что. С шумом ударять, бить плашмя чем-нибудь мягким, эластичным. Шлепать кого-нибудь по спине, по щекам.
2.кого-что. Бросать или ронять плашмя. Шлепать тюфяк об пол.
3.чем и чем по чему. Хлопать, ударять, стучать чем-нибудь плоским. "Вскочил и, шлепая худыми сапожишками, без слова тягу дал." Некрасов. "Тяжело шлепая стоптанными калошами... достигнул, наконец, самого верха лестницы." А.Тургенев. "Он смешно шлепал губами и мычал." М.Горький. Шлепать рукой по воде.
4.по чему и·без·доп. Итти, ходить (·разг.·фам. ). Шлепать по грязи. Шлепать по городу. Шлепать в город. Шлепал две версты.
1. 8-летний сын недавно заявил: "Мне в школе сказали, что по закону ты не имеешь права меня шлёпать и повышать на меня голос". Как же тогда воспитывать ребёнка?